-
1 σπυρί(ον)
τό1) зерно, зёрнышко; крупинка; 2) прыщ; чирей;§ τό κακό σπυρί(ον) — сибирская язва
-
2 σπυρί(ον)
τό1) зерно, зёрнышко; крупинка; 2) прыщ; чирей;§ τό κακό σπυρί(ον) — сибирская язва
-
3 σπυρί
σπυρίςlarge basket: fem voc sg -
4 σπυρί
[спири] ουσ. о. прыщ,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπυρί
-
5 σπυρί
[спири] ουσ ο прыщ. (μεταφ) крошка, крупица, капля. -
6 σπυρί
sivilce, çıban -
7 σπυρί
bouton -
8 σπυρί
1) krosta (f) rzecz.2) pryszcz (m) rzecz. -
9 σπυρί
1) grain2) pimple3) spotΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπυρί
-
10 Αδικίας σπυρί σπαρμένο κι αν φυτρώσει, δεν καρπίζει
• Неправдою свет пройдешь, да назад не воротишься• Неправдою не проживешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αδικίας σπυρί σπαρμένο κι αν φυτρώσει, δεν καρπίζει
-
11 sivilce
σπυρί, σπιθούρι -
12 pimple
σπυρί -
13 krosta
σπυρί -
14 pryszcz
σπυρί -
15 зерно
-а, πλθ. зёрна, зёрн, -рнаουδ.1. κόκκος, σπόρος φυτών, σπέρμα, σπυρί•горчичное зерно σινάπι, σιναπόσπορος•
конопляное зерно κανναβόσπορος•
крупные, мелкие -а μεγάλοι, μικροί κόκκοι•
кофе в -ах καφές άτριφτος•
хлеба ни -а ούτε σπυρί σιτάρι.
2. αθρσ. γέννημα, τα δημητριακά•хлеб в - σιτάρι σε κόκκους ή σπυρί-σιτάρι•
семенное зерно σπόρος σιτοειδής.
3. μόριο, τρίμμα•жемчужные –а κόκκοι μαργαριταριού.
|| μτφ. ελάχιστη δόση, μόριο, σπυρί•ни -а морали нет ούτε κόκκος ήθους δεν υπάρχει.
4. μτφ. βασική αρχή (αφετηρία), πυρήνας•зерно теории πυρήνας της θεωρίας•
рациональное зерно λογικός πυρήνας•
поэтическое зерно ποιητικός πυρήνας.
-
16 зерно
-
17 прыщ
το σπυρί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прыщ
-
18 нарыв
нарывм τό ἀπόστημα, τό σπυρί. -
19 прыщ
прыщм τό σπυρί, τό σπιθούρι, τό ἐξάνθημα. -
20 пупырышек
пупырышекм разг τό σπυρί, τό σπυράκι.
См. также в других словарях:
σπυρί — το 1. κόκκος σιταριού ή άλλου καρπού: Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί (Σολωμός). – Αυτό το ρόδι έχει πολύ χοντρό σπυρί. 2. εξάνθημα του δέρματος: Έβγαλε ένα σπυρί στη μύτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπυρί — το, Ν 1. εξάνθημα ή τοπική φλεγμονή τού δέρματος 2. σπόρος, κόκκος φυτού («λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάννα τό ζηλεύει», Σολωμ.) 3. φρ. «κακό σπυρί» ψευδάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σπυρ ίον υποκορ. τού σπυρός δωρ. τ. τού πυρός… … Dictionary of Greek
σπυρί — σπυρίς large basket fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυράκι — το, Ν [σπυρί] 1. μικρό σπυρί 2. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού τού ράμνος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Spiro (name) — Spiro(s) or Spyro(s) (Greek: Σπύρος with a nominative final s, that is usually dropped when Anglicised) is a male given name fairly common in Greek speaking population (Greece, Cyprus, Greek diaspora). It is a shortened form of the archaic… … Wikipedia
Griechische Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 … Deutsch Wikipedia
Liste der griechischen Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) … Deutsch Wikipedia
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek